-
1 γέλοιος
A mirth-provoking, amusing, once in Hom., Il.2.215 (in [dialect] Ep. form γελοίϊος); χρῆμα Archil.79
, cf. Hdt.8.25;Αἰσώπου τι γ. Ar.V. 566
, cf. 1259; γελοῖα jests, Thgn.311;γέλοια λέγειν Anaxandr.10
, Alex.183; opp. σπουδαῖος, X.Cyr.2.3.1, Pl.Lg. 816d;τοῦ ἀληθοῦς ἕνεκα, οὐ τοῦ γ. Id.Smp. 215a
; τὸ γ. the comic, Arist.Po. 1449a34, al.;τὰ γ. ἡδέα Id.Rh. 1371b35
; of persons, facetious,μισῶ γελοίους E.Fr. 492
;ἡδὺς καὶ γ. Aeschin.1.126
;γ. ἐστι καὶ βούλεται Pl.Smp. 213c
. Adv. .II ludicrous, absurd,Ζεὺς γ. ὀμνύμενος τοῖς εἰδόσιν Ar.Nu. 1241
;γ. ἔσομαι αὐτοσχεδιάζων Pl.Phdr. 236d
; γ. ἰατρός, διδάσκαλος, Id.Prt. 340c, R. 392d; ἐπὶ τὸ -ότερον ὅμοιος a caricature, Arist.Top. 117b17, cf. Po. 1449a36; of arguments, etc., paradoxical, Pl.Prt. 355a, Tht. 158e, etc. Adv.-οίως, ἔχειν Id.R. 528d
, cf. Arist.Mete. 362b12.—In Smp.189b, Pl. confines γ. to signf. 1, γ. εἰπεῖν ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα. ([dialect] Att.γέλοιος A.D.Pron.50.5
, but , and so cod. R in Ar.Ach. 1058, Nu. 1241. Some Gramm. expl. γέλοιος, = γέλωτος ἄξιος, γελοῖος, = γελωτοποιός, Ammon.p.38V., EM224.43; others reversely, Et.Gud., etc.: Suid. gives both views. Phlp. ap. Eust. 906.53 wrote γελοιός, = γελωτοποιός.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γέλοιος
-
2 ἀσύμβολος
ἀσύμ-βολος, ον,I of the dinner,δεῖπνον ἀ.
to which no one brings anything,Alex.
257.2, Amphis 39;δείπνων ἡδοναῖς ἀ. Timocl.8.10
: metaph.,ἀ. βίος
unsocial, solitary,Plu.
2.957a.II of persons, not contributing to a feast, not paying one's scot or share,δεῖπνα δειπνεῖν ἀσύμβολον Aeschin.1.75
, cf. Dromo 1.2;ἀ. κινεῖν ὀδόντας Timocl.10.4
;τὸν ἀ. εὗρε γελοῖα λέγειν Ῥαδάμανθυς Anaxandr.10
;τρέφειν τινὰ ἀ. Men.Sam. 258
, cf. Diph.73.8;ἔστω ἀ. ἐν συνόδοις πάσαις Michel 998.44
([place name] Delos);ἡδονὴ ἀ. Plu.2.646b
. Adv.-λως, δειπνεῖν Ath.4.162f
( ἀσυμβόλῳ Kaib.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσύμβολος
См. также в других словарях:
κωμωδός — ο (Α κωμῳδός) ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες («ἵνα δὲ μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν πρᾱγμα ἀναγκαζώμεθα ποιεῑν ἀνταποδιδόντες ἀλλήλοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. αυτός που προκαλεί το γέλιο με διάφορα μέσα 2. αυτός που εμφανίζει προσποιητά αισθήματα αρχ.… … Dictionary of Greek